- διαιρετῇ
- διαιρετόςdividedfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαιρετή — διαιρετός divided fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… … Dictionary of Greek
παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του … Dictionary of Greek
Κούμερ, Ερνστ Έντουαρντ — (Ernst Edward Kummer, Σοράου 1810 – Βερολίνο 1893). Γερμανός μαθηματικός. Μελέτησε τις θεωρίες των ορισμένων ολοκληρωμάτων και των διαφορικών εξισώσεων, στις οποίες πέτυχε σημαντικές ανακαλύψεις, ιδιαίτερα στην περίπτωση της παρακμής των… … Dictionary of Greek
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
αλγόριθμος — Όρος που υποδηλώνει κάθε συστηματική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίσταται στο να φτάσει κανείς στο αποτέλεσμα με μια τελείως καθορισμένη ακολουθία πράξεων, που εκτελούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Π.χ. η μέθοδος ορισμού του μέγιστου… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
διαιρετότητα — Όρος που αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιδιότητα, η οποία αφορά ακέραιους αριθμούς και πολυώνυμα. Αν ν και μ είναι ακέραιοι αριθμοί, λέγεται ότι: ο ν είναι διαιρετός δια του μ, εάν (και μόνον εάν) υπάρχει ακέραιος ρ τέτοιος, ώστε να ισχύει: ν =… … Dictionary of Greek
κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… … Dictionary of Greek